- νταραβερίζομαι
- [νταραβέρι]1. έχω εμπορικές συναλλαγές, έχω δοσοληψίες με κάποιον («νταραβερίζεται με όλο τον γνωστό επιχειρηματικό κόσμο»)2. μτφ. α) (γενικά) έχω σχέσεις με κάποιονβ) (ειδικά) έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («νταραβερίζεται με πολλούς»).
Dictionary of Greek. 2013.